
Hθοποιοί :
Μαρία Τζομπανάκη, Μαρία Καβογιάννη, Φιλαρέτη Κομνηνού, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Υβόννη Μαλτέζου, Νίκος Ψαρράς, Αντώνης Φραγκάκης, Άρης Λεμπεσόπουλος, Τάσος Νούσιας ...
Σκηνοθεσία: Κώστας Κουτσομύτης
- Back to Home »
- Αναματερού Μαρία , Βάρναλης , Πολιτική »
- Η θυματοποίηση του καταπιεσμένου
Υπάρχει ειδικός κλάδος στην Ψυχολογία που μελετά τη θυματοποίηση του καταπιεσμένου.
Η επιστήμη προσπαθεί να εξηγήσει χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι τώρα πως είναι δυνατόν το θύμα της βίας να ταυτίζεται με τον κύριο του και να τον εξιδανικεύει αντί να εξεγερθεί και να διεκδικήσει
Είμαι 2 χρόνια άνεργος αλλά ποτέ δε θυμάμαι να μου έφταιξαν οι λιμενεργάτες, οι εργαζόμενοι στο Μετρό, στα Ναυπηγεία ή οποιοσδήποτε άλλος εργαζόμενος.
Κι όσοι έχουμε χάσει τις δουλειές μας, κι όσοι δυστυχώς τις χάσουν μελλοντικά το χρωστούν σε συγκεκριμένα καθίκια που τους κυβερνούν δεκαετίες τώρα και τους δουλεύουν κι από πάνω.
Οι μεταρρυθμίσεις είχαν συνήθως πάντα ευεργετικά αποτελέσματα τι είδους μεταρρυθμιστές είναι αυτοί που διαλύουν μια χώρα κι ένα λαό , τον χτυπάνε φιλικά στην πλάτη και του λένε:
''έλα μωρέ για το καλό σου είναι όλα αυτά'' .
Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα, τους είπανε:
Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
Είσαστε λέφτεροι ! – ψηλά τα χέρια!
Λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε και να πεθαίνετε.
Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις … αλήθειες!
Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ’ αισθαντική καρδιά. Θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή. Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται!
Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, θα πλερώνουμε κ’ εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, – στον εαφτό μας!
Κ’ εσείς κ’ εμείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλέβετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
Κ’ εμείς κ’ εσείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας.
Και για να μην πλακώνουν απ’ άλλες στεριές και θάλασσες κουρσάροι και κλέφτες ν’ αρπάζουνε το υστέρημά σας και να παίρνουνε σκλάβους κ’ εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ’ εμάς, δηλαδή την πατρίδα.
Να σκοτώνεστε εσείς και να ζούμε εμείς.
Κι’ επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!).
Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κι εμάς“.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε.
Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
Κι’ οι σωτήρες τους ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτου απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι – και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!).
Κ’ η εφτυχία τους, είτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε:
δεν μπορούσε πια μήτε να ζήσει – μήτε να σκεφτεί χωρίς «σωτήρες».
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι.
Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές!
Παραμύθι, βλέπετε.
Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Που ναν το βρω;..
Μονάχα σας λέω:
“Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς, παραδίνεται για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών".